ναοειδής

ναοειδής
νᾱο-ειδής, ές,
A in the form of a shrine,

παστῆον SIG996.23

([place name] Smyrna).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναοειδής — ναοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα ναού, ναόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”